Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρονομαστής
1 item total
παρονομαστής ο [paronomastís] Ο7 : (μαθημ.) ο όρος του κλάσματος που γράφεται κάτω από την κλασματική γραμμή και δηλώνει σε πόσα μέ ρη έχει διαιρεθεί η ακέραιη μονάδα: Όταν ο αριθμητής είναι μικρότερος από τον παρονομαστή, το κλάσμα είναι μικρότερο από τη μονάδα. Kοινός ~, σε δύο ή περισσότερα κλάσματα και μτφ. για το κοινό στοιχείο που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες καταστάσεις. ΦΡ στον ίδιο παρονομαστή, στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο επίπεδο: Είμαστε / καταλή ξαμε στον ίδιο παρονομαστή.

[λόγ. παρ(α)- 1 ελνστ. ὀνομαστής `που καθο ρίζει νομικό τίτλο΄ (μτφρδ. λατ. nominator) μτφρδ. γαλλ. dénomi nateur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go