Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρελθοντικός
1 item total
παρελθοντικός -ή -ό [parelθondikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο παρελθόν: Παρελθοντικοί χρόνοι.

[λόγ. παρελθοντ- (παρελθόν) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go