Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παλαμάρι
1 item total
παλαμάρι το [palamári] Ο44 : χοντρό σκοινί καραβιού (καραβόσκοινο), ιδίως αυτό με το οποίο προσδένεται η πρύμνη στη στεριά· πρυμάτσα: Έλυσαν τα παλαμάρια και σήκωσαν την άγκυρα.

[ίσως αντδ. < ιταλ. pala mar(a) (ουδ. κατά το σκοινί) < μσνλατ. palamarius ίσως < αρχ. παλάμη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go