Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ουσιαστικοποίηση
1 item total
ουσιαστικοποίηση η [usiastikopíisi] Ο33 : (γραμμ.) το αποτέλεσμα του ουσιαστικοποιώ· η τροπή σε ουσιαστικό μιας λέξης που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο μέρος του λόγου.

[λόγ. ουσιαστικ(όν) -ο- + -ποίη(σις) -ση απόδ. γαλλ. substantivation ή γερμ. Substantivierung]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go