Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ουρανικός
2 items total [1 - 2]
ουρανικός 1 -ή -ό [uranikós] Ε1 : 1. (γραμμ.) Ουρανικά σύμφωνα, που αρθρώνονται στον ουρανίσκο. || (ως ουσ.) τα ουρανικά, τα ουρανικά σύμφωνα. 2. (σπάν., λογοτ.) ουράνιος.

[λόγ.: 2: ουραν(ός) -ικός· 1: σημδ. γαλλ. palatal]

ουρανικός 2 -ή -ό : (χημ.) που έχει σχέση με το ουράνιο.

[λόγ. < διεθ. uran(ium) = ουράν(ιο) -ic = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go