Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ουάου
2 items total [1 - 2]
ουάου [uáu] επιφ. : (προφ.) χρησιμοποιείται απολύτως και δηλώνει θαυμασμό και ικανοποίηση: ~, τι αμάξι ήταν αυτό!

[λόγ. < αγγλ. wow]

ουβερτούρα η [uvertúra] Ο25α : (μουσ.) εισαγωγή, προοίμιο ενός μουσικού έργου· πρελούντιο. ANT φινάλε.

[ιταλ. overtura με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go