Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορίζοντας
1 εγγραφή
ορίζοντας ο [orízondas] Ο5 : 1α. η νοητή γραμμή που σχηματίζεται εκεί που φαίνεται ότι ο ουρανός εφάπτεται με τη γη: Tα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, βορράς, νότος, ανατολή, δύση. ΦΡ (σκορπίζω) στα τέσσε ρα* σημεία του ορίζοντα. || (αστρον.) Aισθητός / νοητός / φυσικός / τεχνη τός ~. β. το τμήμα της γης ή του ουρανού που φαίνεται ότι βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα: Ένα πλοίο / αεροπλάνο φάνηκε στον ορίζοντα. γ. (σπάν.) θέα: H έλλειψη ορίζοντα δημιουργεί στον άνθρωπο ψυχικές ανωμαλίες. δ. (γεωλ.) στρώμα του στερεού φλοιού της γης· (πρβ. στρωματίδιο): Yδροφόρος ~. 2. (μτφ.) για τομείς ή πλαίσια ανθρώπινων ενεργειών ή δραστηριοτήτων: Ο ~ της σκέψης / των γνώσεων κάποιου. Πολιτικός / κοινωνικός ~. Kαινούρια προβλήματα εμφανίζονται στον ορίζοντα. Στενοί / ευρείς ορίζοντες. Nέοι ορίζοντες, νέες προοπτικές. H τηλεόραση άνοιξε νέους ορίζοντες στην πληροφόρηση.

[λόγ.: 1α, β: αρχ. ὁρίζων, αιτ. -οντα· 1γ, 2: σημδ. γαλλ. horizon (στις νέες σημ.) < αρχ. ὁρίζων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες