Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ολονυχτίς
1 εγγραφή
ολονυχτίς [olonixtís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της νύχτας.

[μσν. ολονυχτίς < φρ. όλ(η) -ο- + νύχτ(α) -ίς, κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες