Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολονυχτίς [olonixtís] επίρρ. : (λογοτ.) καθ΄ όλη τη διάρκεια της νύχτας.
[μσν. ολονυχτίς < φρ. όλ(η) -ο- + νύχτ(α) -ίς, κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[μσν. ολονυχτίς < φρ. όλ(η) -ο- + νύχτ(α) -ίς, κατά τα άλλα επιρρ. σε -ίς: νωρίς]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |