Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ολιγοπώλιο
1 item total
ολιγοπώλιο το [oliγopólio] Ο40 : η αποκλειστική άσκηση όλων των δραστηριοτήτων, οι οποίες σχετίζονται με ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες, από λίγες επιχειρήσεις· (πρβ. μονοπώλιο).

[λόγ. < γαλλ. oligopole < oligo- = ολιγο- + -pole κατά το monopole = μονοπώλιον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go