Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οκτώ
6 εγγραφές [1 - 6]
οκτα- [okta] & οκτά- [oktá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & οχτα- [oxta] ή οχτά- [oxtá], συνήθ. στον προφορικό λόγο & (σπάν.) οκτω- [okto] ή οκτώ- [októ] : το απόλυτο αριθμητικό οκτώ ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό υπάρχει ή επαναλαμβάνεται οχτώ φορές: οκτάγωνος, ~ήμερος, οκτάσφαιρος, οκτάστηλος, οκτάτομος, οκτάχορδος· οκτάγωνο, οκτάωρο· ~σέλιδος και οχτασέλιδος. || οκτωηχία, οκτώηχος. || με αναφορά στο σχήμα του οχτώ: οκτάσχημος.

[-κτ-: λόγ. < αρχ. ὀκτα- < ὀκτώ (αναλ. προς το ἑπτά), σπάν. ὀκτω- ως α' συνθ.: αρχ. ὀκτά-γωνον, ελνστ. ὀκτά-χορδος, αρχ. ὀκτω-δάκτυλος `με μήκος οχτώ δακτύλους΄ & διεθ. octa- < αρχ. ὀκτα-: οκτά-νιο < octane· -χτ-: προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

Οκτώβρης ο [októvris] & Οχτώβρης ο [oxtóvris] Ο11 : (προφ.) Οκτώβριος.

[-χτ-: μσν. Οκτώβρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. Ὀκτώβριος με αποφυγή της χασμ.· -κτ-: λόγ. επίδρ.]

οκτωβριανός -ή -ό [oktovrianós] & οχτωβριανός -ή -ό [oxtovrianós] Ε1 : που έχει σχέση με το μήνα Οκτώβριο: Οκτωβριανή επανάσταση, που έγινε από τους μπολσεβίκους στα 1917. || (ως ουσ.) τα οκτωβριανά, συγκρούσεις γαλλικών αγημάτων με ελληνικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1916 στην Aθήνα.

[λόγ. Οκτώβρι(ος) -ανός απόδ. γαλλ. d΄Οctobre· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

Οκτώβριος ο [októvrios] Ο19 : ο δέκατος μήνας του χρόνου.

[λόγ. < ελνστ. Ὀκτώβριος < λατ. Οctober (αρχικά ο όγδοος μήνας του ρωμαϊκού ημερολογίου, octo `οχτώ΄) -ber > -βριος κατά το Ἰανουάριος και ελνστ. Ὀκτώμβριος (το μ αναλ. προς τα Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος· σύγκρ. αντίστοιχο σημερ. λαϊκ. Οκτώμβριος)]

οκτώηχος η [októixos] Ο36 : (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει οχτώ πλήρεις αναστάσιμες ακολουθίες, καθεμία από τις οποίες ψάλλεται σε έναν από τους οχτώ ήχους της βυζαντινής μουσικής.

[λόγ. < μσν. οκτώηχος < οκτω- + ήχ(ος) -ος (και μσν. οκτάηχος)]

οχτώ [oxtó] & οκτώ [októ] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από οχτώ (8) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομμύρια / δισεκατομμύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. Tα ~ πλοκάμια του χταποδιού. || αντί του τακτικού όγδοος: Aνοίξτε στη σελί δα ~, στην όγδοη σελίδα. Στις ~ του μηνός, την όγδοη ημέρα του μήνα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. από σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το οχτώ: α. ο αριθμός οχτώ και το σύμβολό του: Εφτά κι ένα κάνουν ~. Ελληνικό / λατινι κό / αραβικό ~. Δεν μπορεί να γράψει το ~. || ως ένδειξη βαθμολογίας: Έγραψε για / πήρε ~ στα μαθηματικά. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει οχτώ σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθ μό οχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο οχτώ. δ. το ~ (΄08), αντί 1908: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία οχτώ (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. ὀκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ. στο οχτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες