Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οικείος
1 εγγραφή
οικείος -α -ο [ikíos] Ε4 : 1. (λόγ.) που ανήκει σ΄ εκείνον για τον οποίο γίνεται λόγος. (έκφρ.) οικεία βουλήσει, εκουσίως, οικειοθελώς. οικεία κα κά*. || (ως ουσ.) οι οικείοι (κάποιου), τα μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος· οι δικοί του: Tο πτώμα παραδόθηκε στους οικείους του. ΦΡ εξ οικείων τα βέλη*. 2. που έχει στενή σχέση με κπ. ή με κτ. α. φιλικός, που δείχνει εξοικείωση: Οικεία συμπεριφορά. || (γλωσσ., για επίπεδο της γλώσσας) που αναφέρεται σε λέξεις, φράσεις κτλ. που χρησιμοποιούνται στο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον κάποιου: Οικεία γλώσσα / λέξη / έκφραση. Οικείο λεξιλόγιο / ύφος. β. γνωστός, γνώριμος: Οικείο περιβάλλον. Mου είναι οικείο ένα θέμα / ένα πρόσωπο. γ. αντίστοιχος, παρόμοιος, ανάλογος, που προσιδιάζει στην περίπτωση: Tο δικαστήριο θα κρίνει την πράξη ανατρέχοντας πρώτα στις οικείες διατάξεις του νόμου.

[λόγ.: 1: αρχ. οἰκεῖος· 2: σημδ. γαλλ. familier]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες