Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οδύνη
2 εγγραφές [1 - 2]
οδύνη η [oδíni] Ο30 : έντονος ψυχικός πόνος: H ~ του χωρισμού / του θανάτου / της ήττας, που προέρχεται από αυτά. || (νομ.): Ψυχική ~. Tο δικαστήριο επεδίκασε στον παθόντα το ποσό των εκατό χιλιάδων δραχμών ως ψυχική ~.

[λόγ. < αρχ. ὀδύνη]

οδυνηρός -ή -ό [oδinirós] Ε1 : που προκαλεί: α. οδύνη: ~ χωρισμός. Οδυνηρή εμπειρία. Οδυνηρές αναμνήσεις. Είναι οδυνηρό να αποχωρίζεσαι τα παιδιά σου για ένα τόσο μακροχρόνιο ταξίδι. β. πόνο· επώδυνος: Οδυνηρή εγχείρηση.

[λόγ. < αρχ. ὀδυνηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες