Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξιφι
2 εγγραφές [1 - 2]
ξιφίας ο [ksifías] Ο3 : μεγάλο ψάρι με ατρακτοειδές σώμα, λείο δέρμα και χαρακτηριστικό μακρύ ρύγχος που μοιάζει με ξίφος και που το ψαρεύουν για το νόστιμο κρέας του.

[λόγ. < αρχ. ξιφίας]

ξιφιός ο [ksifxós] Ο17 : (οικ.) ο ξιφίας.

[μσν. ξιφιός < αρχ. ξιφίας με αποφυγή της χασμ. και μεταπλ. -ός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες