Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεχειλίζω [ksexilízo] Ρ2.1α μππ. ξεχειλισμένος : 1.για υγρό που φτάνει ως τα χείλη του δοχείου μέσα στο οποίο βρίσκεται και αρχίζει να χύνεται έξω: Ξεχείλισε το κρασί / το λάδι. Ξεχείλισε η λεκάνη, το περιεχόμενο της λεκάνης. || (επέκτ.): Ξεχείλισε το ποτάμι, πλημμύρισε. || γεμίζω κτ. ως επά νω: Tο ξεχείλισες το πιάτο. ΦΡ ξεχείλισε πια το ποτήρι, για να δηλώσουμε ότι εξαντλήθηκε η υπομονή κάποιου και ότι θα ακολουθήσει η αντίδραση ή η έκρηξη. η σταγόνα* που ξεχείλισε το ποτήρι. 2. (μτφ.) α. (οικ.): Ξεχειλίζουν τα λίπη / οι σάρκες του, για υπερβολικά παχύ και πλαδαρό άνθρωπο. β. για έντονο συναίσθημα που καταλαμβάνει κπ. και εκδηλώνεται με ανάλογα έντονο τρόπο: H καρδιά του ξεχειλίζει από αγάπη, πλημμυρίζει. || Aυτή η κοπέλα ξεχειλίζει από νιάτα / από ζωή.
[μσν. ξεχειλίζω < ξέχειλ(ος) -ίζω]