Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ξεσκέπαστος
1 εγγραφή
ξεσκέπαστος -η -ο [ksesképastos] Ε5 : που δεν είναι σκεπασμένος ή που δεν τον έχουν σκεπάσει: Ήμουνα ~ όλη τη νύχτα. Mην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.

[ξεσκεπασ- (ξεσκεπάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες