Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεσκέπαστος -η -ο [ksesképastos] Ε5 : που δεν είναι σκεπασμένος ή που δεν τον έχουν σκεπάσει: Ήμουνα ~ όλη τη νύχτα. Mην αφήνεις ξεσκέπαστη την κατσαρόλα.
[ξεσκεπασ- (ξεσκεπάζω) -τος]