Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξενύχτης ο [kseníxtis] Ο10, Ο11 θηλ. ξενύχτισσα [kseníxtisa] Ο27α : 1.αυτός που έχει τη συνήθεια, που του αρέσει να ξενυχτά συνήθ. διασκεδάζοντας: Πολλοί ξενύχτηδες μαζεύτηκαν στο γνωστό τους στέκι. 2. αυτός που έχει ξενυχτήσει, που είναι ξενυχτισμένος: Είμαι ~ και δεν μπορώ να δουλέψω.
[ξενυχτ(ώ) -ης (αναδρ. σχημ.) ή ξενύχτ(ι) -ης· ξενύχτ(ης) -ισσα]