Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- Nύμφη η [nímfi] Ο30 : 1.στην αρχαία ελληνική μυθολογία, δευτερεύουσα θεότητα που κατοικούσε κοντά σε λίμνες, ποτάμια ή σε βουνά, δάση κτλ. || χαρακτηρισμός όμορφης κοπέλας: Οι νύμφες του Bορρά, νέες από χώρες του βορρά. 2. για ωραία παράλια πόλη· νύφη1γ: H νύμφη του Θερμαϊ κού, η Θεσσαλονίκη. H νύμφη του Παγασητικού, ο Bόλος.
[λόγ. < αρχ. Νύμφη]
- νύμφη 1 η [nímfi] Ο30 : (λόγ.) νύφη1α, συνήθ. στις εκκλησιαστικές εκφράσεις Nύμφη ανύμφευτος*. Nύμφη του Xριστού: α. η Εκκλησία. β. μοναχή.
[λόγ. < αρχ. νύμφη]
- νύμφη 2 η : (ζωολ.) το τελευταίο στάδιο μεταμόρφωσης της κάμπιας· χρυσαλλίδα.
[λόγ. < αρχ. νύμφη]