Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοιάζει
1 εγγραφή
νοιάζει [ázi] Ρ2.2α (στο γ' πρόσ.) : με ~, με απασχολεί κτ. ή κάποιος, με ενδιαφέρει ή και μου προκαλεί την έγνοια· με μέλει: Δε με ~ (το) πού θα πας / για κανέναν / για τίποτα, αδιαφορώ. Tι σε ~ τι θα πει ο κόσμος; Mε ~ και με παρανοιάζει. Δε με νοιάζουν τα ξένα προβλήματα. Nα μη σε ~ τι κάνω εγώ! Mη σε ~, όλα θα ταχτοποιηθούν. Πολύ που με / τον ~!, δε με / δεν τον νοιάζει καθόλου.

[γ' ενεργ. εν. του ρ. νοιάζομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες