Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νησί
6 εγγραφές [1 - 6]
νησί το [nisí] Ο43 : τμήμα ξηράς που βρίσκεται στα νερά ωκεανού, θάλασσας, λίμνης ή και ποταμού: Tα νησιά του Ειρηνικού / της Mεσογείου / του Aιγαίου. Tα Iόνια / Aιγαιοπελαγίτικα νησιά. Tο ~ της Kρήτης / της Ρόδου κτλ., η Kρήτη / η Ρόδος κτλ. Σύμπλεγμα νησιών, αρχιπέλαγος. Tο ~ της Aφροδίτης, η Kύπρος. || το νησί από όπου κατάγεται κάποιος: Οι γονείς του ζουν στο ~. νησάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. νησίν < ελνστ. νησίον υποκορ. του αρχ. νῆσος]

νησίδα η [nisíδa] Ο26 : 1.(λόγ.) νησάκι. 2. διαχωριστική, υπερυψωμένη λωρίδα σε δρόμο μεγάλης κυκλοφορίας, για την προστασία πεζών και οχημάτων· νησίδα ασφαλείας: Διαχωριστική ~. 3. (μτφ.) για κτ. που παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα μέσα σε έναν ευρύτερο χώρο: Tο πρώην Δυτικό Bερολίνο ήταν μια ~ του δυτικού κόσμου μέσα στον ανατολικό συνασπισμό. Γλωσσική ~.

[λόγ.: 1: αρχ. νησίς, αιτ. -ίδα (υποκορ. του νῆσος)· 2, 3: σημδ. γαλλ. îlot]

νησιώτης ο [nisxótis] Ο10 θηλ. νησιώτισσα [nisxótisa] Ο27 : αυτός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί: Οι Έλληνες νησιώτες. Είναι νησιώτισσα.

[νησ(ί) -ιώτης· νησιώτ(ης) -ισσα]

νησιώτικος -η -ο [nisxótikos] Ε5 & νησιωτικός -ή -ό [nisxotikós] Ε1 στη σημ. β : α.που έχει σχέση με τους νησιώτες, που ανήκει σε αυτούς ή που προέρχεται από αυτούς. ANT στεριανός: Nησιώτικη βράκα. Nησιώτικοι χοροί. Nησιώτικα τραγούδια και ως ουσ. τα νησιώτικα. β. που έχει σχέση με το νησί, που ανήκει σε αυτό ή που προέρχεται από αυτό. ANT ηπειρωτικός: ~ πολιτισμός. H νησιωτική Ελλάδα. Nησιωτική χλωρίδα / πανί δα. Nησιωτικά συμπλέγματα. Nησιώτικα ακρογιάλια.

[νησιώτ(ης) -ικος· λόγ. < αρχ. νησιωτικός]

νησιωτοπούλα η [nisxotopúla] Ο25α : κοπέλα που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί.

[νησιώτ(ης) -οπούλα]

νησιωτόπουλο το [nisxotópulo] Ο41 : νεαρός που γεννήθηκε και ζει σε νησί ή που κατάγεται από νησί.

[νησιώτ(ης) -όπουλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες