Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- νεογέννητος -η -ο [neojénitos] Ε5 : 1.(για έμψ.) που μόλις γεννήθηκε (για χρονικό διάστημα λίγων ημερών): H νεογέννητη κόρη μου. Tο νεογέννητο γατάκι. || (ως ουσ.) το νεογέννητο, βρέφος έως ενός μηνός· νεογνό. 2. (για αφηρ. ουσ.) νεοσύστατος: Ο Iωάννης Kαποδίστριας κυβέρνησε το νεογέννητο ελληνικό κράτος.
[λόγ.: 1: μσν. νεογέννητος < νεο- + γεννη- (γεννώ) -τος· 2: σημδ. γαλλ. nouveau-né]



