Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ναύαρχος ο [návarxos] Ο20α : (στρατ.) ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του πολεμικού ναυτικού, τον οποίο στην Ελλάδα φέρει μόνο ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Aμύνης, όποτε προέρχεται από το πολεμικό ναυτικό.
[λόγ. < αρχ. ναύαρχος]