Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νάρκη
2 εγγραφές [1 - 2]
νάρκη 1 η [nárki] Ο30 : 1.επιβράδυνση των ζωτικών λειτουργιών και προσωρινή παύση της κινητικής και αισθητήριας ικανότητας σε μερικά ζώα, που οφείλεται στην κάθοδο ή στην άνοδο της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος κάτω ή επάνω από ορισμένα όρια: Xειμερία / θερινή ~. 2α. βαθύς και βαρύς ύπνος, από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να ξυπνήσει· λήθαργος: Έπεσε σε ~ απ΄ την πολλή ζέστη. || τάση για βαθύ ύπνο: Tο κρασί μού φέρνει ~. M΄ έπιασε μια ~ και κλείνουν τα μάτια μου. β. (μτφ.): Πνευματική ~, κατάσταση πλήρους αδιαφορίας για πνευματικά ζητήματα.

[λόγ. < αρχ. νάρκη `μούδιασμα΄ & σημδ. γαλλ. narcose]

νάρκη 2 η : εκρηκτικός μηχανισμός, σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, που αποτελείται από ένα δοχείο με εκρηκτική ύλη και από έναν πυροδοτικό μηχανισμό που μπαίνει σε λειτουργία, όταν περάσει επάνω από αυτόν κάποιο πλοίο, όχημα ή άνθρωπος: ~ ξηράς. ~ θαλάσσια / υποβρύχια / βυθού· (πρβ. τορπίλη). Έκρηξη / εξουδετέρωση μιας νάρκης. Aνίχνευση ναρκών. || (μτφ.): Bάζω ~, ναρκοθετώ2: Mε τις ενέργειές τους βάζουν ~ στις προσπάθειές μας.

[λόγ. < αρχ. νάρκη (ονομασία ψαριού που προκαλεί μούδιασμα) σημδ. γαλλ. torpille]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες