Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μυροβλύτης
1 item total
Mυροβλύτης ο [mirovlítis] Ο10 : για άγιο που τα λείψανά του αναβλύζουν ευωδιά: Άγιος Δημήτριος ο ~.

[μσν. μυροβλύτης < μύρ(ον) -ο- + ελνστ. ρ. βλύ(ζω) `αναβρύζω΄ -της]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go