Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μητέρα
1 εγγραφή
μητέρα η [mitéra] Ο26 : 1α. η γυναίκα σε σχέση με τα παιδιά που αυτή έχει γεννήσει ή υιοθετήσει· μάνα: Είναι ορφανός από ~. Γιορτή της μητέρας. Φρόντισε για τα παιδιά του άντρα της σαν αληθινή ~, τα περιποιήθηκε πολύ. Mητέρα του Θεού, η Παναγία. || ως προσφώνηση για την πεθερά. β. το θηλυκό ζώο σε σχέση με τα μικρά που αυτό έχει γεννήσει: Γατάκια που περιμένουν τη ~ τους για να θηλάσουν. 2. (μτφ.) α. για πρόσωπο που φροντίζει για τους άλλους όπως η μητέρα για τα παιδιά της: Είναι ~ για τους φτωχούς / τα ορφανά. β. για την καταγωγή, την προέλευση ή την πρώτη εμφάνιση ζώων, φυτών, ανθρώπινων δημιουργημάτων κτλ.: H ~ πατρίδα / φύση. H Ελλάδα είναι ~ των επιστημών. ~ γη, από την οποία προέρχονται τα πάντα. ~ γλώσσα, από την οποία προέρχονται εξελικτικά κάποιες άλλες· πρωτογλώσσα. || (έκφρ.) η επανάληψη* είναι ~ της μαθήσεως. μητερούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. μητέρα < αρχ. μήτηρ, αιτ. -έρα· μητέρ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες