Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηνοειδής
1 εγγραφή
μηνοειδής -ής -ές [minoiδís] Ε10 : που μοιάζει με μηνίσκο: Mηνοειδές σχήμα.

[λόγ. < αρχ. μηνοειδής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες