Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μηδενιστικός
1 εγγραφή
μηδενιστικός -ή -ό [miδenistikós] Ε1 : που έχει σχέση με το μηδενισμό 1 ή με το μηδενιστή: Mηδενιστικές απόψεις / αντιλήψεις.

[λόγ. μηδενιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες