Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μετενσάρκωση
1 εγγραφή
μετενσάρκωση η [metensárkosi] Ο33 : η μετεμψύχωση.

[λόγ. μετ(α)- ενσάρκω(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. réincarnation]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες