Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεταμόσχευση
1 item total
μεταμόσχευση η [metamósxefsi] Ο33 : 1. τοποθέτηση με ειδική εγχείρηση ενός οργάνου στο σώμα άλλου ατόμου ή ζώου γενικά ενός ιστού σε άλλη θέση, με στόχο την αντικατάσταση του αρχικού που δε λειτουργεί σωστά ή έχει καταστραφεί: ~ νεφρού / καρδιάς / ματιών / δέρματος. 2. αναπαραγωγή του φυτού με χρησιμοποίηση ενός τμήματος του βλαστού του.

[λόγ.: 2: ελνστ. μεταμόσχευ(σις) -ση· 1: σημδ. αγγλ. transplantation]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go