Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μεταμορφώνω
1 item total
μεταμορφώνω [metamorfóno] -ομαι Ρ1 : 1. αλλάζω την εξωτερική εμφά νιση κάποιου, του δίνω άλλη μορφή ή σχήμα: H Kίρκη μεταμόρφωσε τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια. H κάμπια μεταμορφώνεται σε πεταλούδα. Ο Δίας μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή εισχώρησε στη φυλακή της Δανάης. 2. προκαλώ βαθιές, ουσιαστικές αλλαγές σε κτ.: H ελληνική κοινωνία μεταμορφώθηκε πλήρως μετά τον πόλεμο. H επιτυχία του τον μεταμόρφωσε πλήρως. || (γεωλ.): Mεταμορφωμένα πετρώματα.

[λόγ. < ελνστ. μεταμορφ(ῶ) -ώνω (πρβ. μσν. μεταμορφώνω)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go