Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταθέτω
1 εγγραφή
μεταθέτω [metaθéto] -ομαι, μετατίθεμαι [metatíθeme] Ρ αόρ. μετέθεσα και μετάθεσα, απαρέμφ. μεταθέσει, παθ. μετατίθεμαι, μετατίθεσαι, μετατίθεται, μετατιθέμεθα, μετατίθεστε, μετατίθενται, και (προφ.) μεταθέτομαι, αόρ. μετατέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και μετετέθη, μετετέθησαν, απαρέμφ. μετατεθεί, μππ. μετατεθειμένος* : 1. μετακινώ από μια θέση σε άλλη, κυρίως μτφ.: ~ το πρόβλημα, από χρονική ή άλλη άποψη. ~ ευθύνες, σε άλλο πρόσωπο. 2. μετακινώ υπάλληλο από μια οργανική θέση της υπηρεσίας του σε άλλη: Zητάει να τον μεταθέσουν στη Θεσσαλονίκη, γιατί εκεί μένει η οικογένειά του. || ~ στρατιώτη, τον μετακινώ σε άλλη μονάδα. 3α. αναβάλλω για ορισμένο χρονικό διάστημα: ~ την ημερομηνία της συνάντησης υπουργών. β. μετακινώ γιορτή ή αργία σε άλλη ημερομηνία: Όταν η γιορτή του Aγίου Γεωργίου πέφτει πριν από το Πάσχα, μετατίθεται και εορτάζεται τη Δευτέρα του Πάσχα.

[λόγ. < αρχ. μετατίθη μι `αλλάζω τη θέση΄ μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω, αρχ. μετατίθεμαι (2: σημδ. γερμ. versetzen ή γαλλ. déplacer)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες