Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μεταγλωττίζω
1 εγγραφή
μεταγλωττίζω [metaγlotízo] -ομαι Ρ2.1 : α. μεταφέρω τμήμα λόγου από μια γλωσσική μορφή σε μια συνήθ. απλούστερη μορφή της ίδιας γλώσσας. || ειδικά για τα νέα ελληνικά, το μεταφέρω από την καθαρεύουσα στη δημοτική: Mετά την καθιέρωση της δημοτικής συγκροτήθηκαν επιτροπές για να μεταγλωττίσουν σχολικά βιβλία, δικαστικούς κώδικες κτλ. β. μεταφέρω τμήμα λόγου από μία γλώσσα σε άλλη: Ειδική επιτροπή μεταγλωττίζει τις ξένες λέξεις που έχουν εισχωρήσει στη γλώσσα μας. Mεταγλωττισμένο κινηματογραφικό έργο, που οι διάλογοί του έχουν μεταφραστεί και εκφωνούνται από άλλο πρόσωπο.

[λόγ. < μσν. μεταγλωττίζω `μεταφράζω΄ < μετα- αρχ. (αττ. διάλ.) γλώττ(α) `γλώσσα΄ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες