Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μελαγχολία η [melaŋxolía] Ο25 : 1. συναισθηματική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θλίψη, κατάπτωση και απαισιοδοξία: Πέφτω σε ~. Ο βροχερός καιρός τού προκαλεί ~. 2. (ψυχιατρ.) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη, συνεχή και αδικαιολόγητη θλίψη, κατάπτωση, απαισιοδοξία: H αυτοκτονία συνηθίζεται σε άτομα που πάσχουν από ~. Kρίση μελαγχολίας. Yποφέρει κάποιος από ~.
[λόγ. < αρχ. μελαγχολία]



