Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μαόνι
1 item total
μαόνι το [maóni] Ο44 : ξύλο καλής ποιότητας με καστανοκόκκινο χρώμα: Έπιπλο / επένδυση τοίχων από ~.

[γαλλ. mahogani ίσως με επίδρ. της λ. μαόνια η (< γαλλ. maonia `καλλωπιστικό δενδρύλλιο΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go