Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαλώνω
1 εγγραφή
μαλώνω [malóno] Ρ1α μππ. μαλωμένος : 1. μιλάω πολύ αυστηρά σε κπ. που έσφαλε με σκοπό να τον διορθώσω ή να τον τιμωρήσω· κατσαδιάζω, επιπλήττω: Tον μάλωσε ο δάσκαλος, γιατί μιλούσε. Mαλώνει τα παιδιά της, γιατί είναι άτακτα. 2α. τσακώνομαι, καβγαδίζω, φιλονικώ: ~ με το γείτονα / με τους αποκάτω. Οι διπλανοί μας μαλώνουν κάθε μέρα για ασήμαντες αιτίες. Όποτε μαλώνουν, φεύγω από το σπίτι για να μην τους ακούω. Mαλώνουν σαν το σκύ λο με τη γάτα. ΠAΡ Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα*. β. μαλώνω και διακόπτω τις σχέσεις μου με κπ.: Mάλωσαν και δε μιλιούνται. Mάλωσε μ΄ όλους τους φίλους του. Είναι μαλωμένοι χρόνια τώρα.

[μσν. μαλώνω < *ομαλώνω `εξομαλύνω τις διαφορές΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ομαλ(ός) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες