Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μακρόχρονος
1 εγγραφή
μακρόχρονος -η -ο [makróxronos] Ε5 : 1. (γραμμ.) μακρός: Mακρόχρονο φωνήεν, φωνήεν που η διάρκεια της προφοράς του είναι μεγαλύτερη από των άλλων φωνηέντων: H αρχαία ελληνική και η λατινική διέκριναν τα φωνήεντα σε μακρόχρονα και βραχύχρονα. Mακρόχρονη συλλαβή, που έχει μακρόχρονο φωνήεν ή δίφθογγο. Φύσει* / θέσει* μακρόχρονη συλλαβή. 2. μακροχρόνιος.

[λόγ. < ελνστ. μακροχρον(ία) `μακρά διάρκεια συλλαβής΄ -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες