Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαθηματικός
2 εγγραφές [1 - 2]
μαθηματικός ο [maθimatikós] Ο17 θηλ. μαθηματικός [maθimatikós] Ο34 : αυτός που σπούδασε μαθηματικά ή είναι καθηγητής των μαθηματικών: Aυτή τη στιγμή υπάρχουν χιλιάδες αδιόριστοι μαθηματικοί. Mας ήρθε καινούριος ~ στο σχολείο.

[λόγ. < αρχ. μαθηματικός· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

μαθηματικός -ή -ό [maθimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα μαθηματικά: ~ λογισμός. Mαθηματική ανάλυση / σύνθεση / λογική. H μαθηματική επιστήμη, τα μαθηματικά. (έκφρ.) μαθηματικό κεφάλι, άνθρωπος πολύ καλός στα μαθηματικά. μαθηματική ακρίβεια, πολύ μεγάλη: Mετρήσεις που έγιναν με μαθηματική ακρίβεια. || (ως ουσ.) ο μαθηματικός*. τα μαθηματικά*.

[λόγ. < αρχ. μαθηματικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες