Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- μήνυση η [mínisi] Ο33 : καταγγελία μιας αξιόποινης πράξης στις αρμόδιες δικαστικές ή αστυνομικές αρχές με στόχο την άσκηση ποινικής δίωξης: ~ για κλοπή / για συκοφαντία / για εξύβριση. Kάνω / υποβάλλω / καταθέτω ~ σε κπ. Aποσύρω τη ~.
[λόγ. < αρχ. μήνυ(σις) `κατάθεση πληροφορίας΄ -ση]