Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: μέμφομαι
1 item total
μέμφομαι [mémfome] Ρ αόρ. μέμφθηκα, απαρέμφ. μεμφθεί : διατυπώνω, κάνω μομφή για κπ. ή για κτ.: Mε μέμφεσαι όμως δεν έχεις ακούσει ακόμη τι θα σου πω!

[λόγ. < αρχ. μέμφομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go