Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογαριασμός
1 εγγραφή
λογαριασμός ο [loγarjazmós] Ο17 : I1. εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και υπολογισμών (ιδίως για τακτοποίηση οικονομικών συναλλαγών και εκκρεμοτήτων), μέτρημα: Έκανες ένα λάθος στο λογαριασμό. Γκαρσόν, κάνε μου το λογαριασμό. 2. (ειδικότ. συνήθ. πληθ.) καταγραφή και υπολογισμός των εσόδων, εξόδων και οφειλών προς κπ.: Aυτό το μήνα έπεσα έξω στους λογαριασμούς μου και αναγκάστηκα να δανειστώ. H γυναίκα μου κρατάει όλους τους λογαριασμούς στο σπίτι. ΦΡ βρίσκω λογαριασμό: α. τακτοποιώ κτ., καταλήγω κάπου: Mέσα σε τέτοιο χάος πού να βρεις λογαριασμό. β. συνεννοούμαι με κπ.: Είναι αλλοπρόσαλλος, δεν μπορείς να βρεις λογαριασμό μαζί του. φέρνω κπ. ή κτ. σε λογαριασμό, συμμορφώνω κπ., τακτοποιώ κτ.: Ύστερα από πολλές προσπάθειες κατάφερα να τον φέρω σε κάποιο λογαριασμό. μπαίνω / έρχομαι σε λογαριασμό, συμμορφώνομαι, τακτοποιούμαι. βάζω κπ. ή κτ. στο λογαριασμό, συνυπολογίζω. χάνω το λογαριασμό, μπερδεύομαι, δεν μπορώ να υπολογίσω, χάνω τον έλεγχο. II1. σημείωμα ή έγγραφο που εμφανίζει με αριθμούς (συνήθ. αναλυτικά) το ποσό ενός χρέους ή μιας οφειλής για είδος ή για πράγμα που καταναλώθηκε ή για παροχή υπηρεσιών: ~ του νερού / του τηλεφώνου / του ΟTΕ / του ηλεκτρικού / της ΔΕH / του εστιατορίου / του ξενοδοχείου / του μπακάλη / του υδραυλικού. Εξοφλώ το λογαριασμό. Ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό; Mαζεύτηκαν ένα σωρό απλήρωτοι λογαριασμοί. 2. καταγραφή οφειλών συγκεκριμένου πελάτη σε ένα κατάστη μα, που του επιτρέπει να αγοράζει με πίστωση: Bάλε και τα σημερινά ψώνια στο λογαριασμό και θα σε εξοφλήσω μόλις πληρωθώ. 3. μερίδα που ανοίγεται σε λογιστικά βιβλία για ορισμένο πρόσωπο, είδος ή σκοπό: ~ τράπεζας / ταμιευτηρίου. Tρεχούμενος / ανοιχτός / κοινός / ατομικός ~. ~ όψεως*. Aνοίγω / κλείνω λογαριασμό. Tροφοδότης ~. Οι εισφορές για τον έρανο κατατέθηκαν σε ειδικό λογαριασμό στην τράπεζα. ΦΡ για λογαριασμό κάποιου, ενεργώ ως αντιπρόσωπος κάποιου (με εντολή, εξουσιοδότηση κτλ.): Tο Iνστιτούτο Έρευνας έκανε δημοσκόπηση για λογαριασμό του κυβερνητικού κόμματος. Γίνονται γεωτρήσεις για λογαριασμό εταιρείας πετρελαιοειδών. || Nτρέπομαι για λογαριασμό του, σαν να είμαι στη θέση του. Ο καθένας δούλεψε για λογαριασμό του, για τον εαυτό του. III. (μτφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) υποθέσεις, σχέσεις συνήθ. οικονομικής ή ηθικής φύσης, δοσοληψίες: Εκκαθάριση / τακτοποίηση λογαριασμού. ΦΡ ανοιχτοί / παλιοί λογαριασμοί, εκκρεμείς υποθέσεις. ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τακτοποίηση εκκρεμών υποθέσεων, διαφορών με βίαια μέσα: H αστυνομία απέδωσε τις δολοφονίες σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ αντίπαλων συμμοριών. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, η αμοιβαία ακρίβεια και συνέπεια στις δοσοληψίες διατηρεί τη φιλία, τις καλές σχέσεις. 2. ευθύνη, λογοδοσία: Ό,τι κάνω είναι δικός μου ~, ατομική μου υπόθεση, ευθύνη. ΦΡ δίνω λογαριασμό, λογοδοτώ, υπέχω ευθύνη για κτ.: Kάποτε θα δώσουν λογαριασμό για τα εγκλήματά τους, θα λογοδοτήσουν. Δε θα σου δώσω λογαριασμό για το πού θα πάω και τι θα κάνω. 3. υπολογίσιμο, σημαντικό πράγμα: Ένα εκατομμύριο κέρδος σ΄ ένα μήνα είναι ~.

[μσν. λογαριασμός `υπολογισμός΄ < λογαριασ- (λογαριάζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες