Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευτερώνω
1 εγγραφή
λευτερώνω [lefteróno] -ομαι Ρ1 : (λαϊκότρ., λογοτ.) 1. ελευθερώνω. 2. (για γυναίκα, παθ.) γεννάω: Πότε θα λευτερωθείς με το καλό;

[μσν. λευτερώνω < ελευτερώνω, λευθερώνω (αποβ. του αρχικού άτ. φων. και ανομ. τρόπου άρθρ. [fθ > ft] ) < αρχ. ἐλευθερ(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες