Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεβάντες
1 εγγραφή
λεβάντες ο [levándes] Ο14 : (ναυτ.) ανατολικός άνεμος· απηλιώτης.

[ιταλ. levante ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες