Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κυκλαδίτικος -η -ο [kiklaδítikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στις Kυκλάδες ή που προέρχεται από αυτές: Kυκλαδίτικοι χοροί. Kυκλαδίτικα σπίτια. Kυκλαδίτικη αρχιτεκτονική.
[Κυκλάδ(ες) -ίτικος]



