Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κούφωμα το [kúfoma] Ο49 : 1. εσωτερικό ή εξωτερικό άνοιγμα ενός κτιρίου, το κενό του τοίχου που προορίζεται για πόρτα ή παράθυρο και με επέκταση το θυρόφυλλο ή παραθυρόφυλλο που προσαρμόζεται σ΄ αυτό, μαζί με το πλαίσιό του: Ξύλινα κουφώματα. Kουφώματα αλουμινίου. 2. εσοχή που σχηματίζεται σε μια ενιαία επιφάνεια, συνήθ. σε τοίχο, έπιπλο κτλ.
[μσν. κούφωμα `κοίλωμα΄ < κουφώ(νω) -μα]
- κουφωματάς ο [kufomatás] Ο1 : τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή κουφωμάτων.
[κουφωματ- (κούφωμα) -άς]



