Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κοσμιότητα
1 item total
κοσμιότητα η [kozmiótita] Ο28 : η ιδιότητα του κόσμιου· ευπρέπεια, σεμνότητα, καλή συμπεριφορά.

[λόγ. < αρχ. κοσμιότης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go