Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοντινός
1 εγγραφή
κοντινός -ή -ό [kondinós] Ε1 : ANT μακρινός. 1. (τοπ.) α. που βρίσκεται σε σχετικά μικρή απόσταση από κτ., που βρίσκεται κοντά: Tρέξε στο πιο κοντινό / στο κοντινότερο φαρμακείο. Yπάρχει δυνατότητα εργασίας στα κοντινά αστικά κέντρα. Έπιασε φωτιά το κοντινό δασάκι, το γειτονικό. || (προφ.): Ποιος είναι ο πιο ~ δρόμος για το χωριό;, ο πιο σύντομος. β. που προέρχεται από κοντά: ~ θόρυβος. 2. που υπάρχει ή συμβαίνει κοντά από χρονική άποψη: Στο κοντινό παρελθόν, στο πρόσφατο. Στο κοντινό μέλλον, στο προσεχές. 3. για στενό συγγενικό δεσμό: Είμαστε κοντινοί συγγενείς. Είναι κοντινή μου ξαδέρφη.

[κοντ(ά) -ινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες