Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κολυμπάω
1 εγγραφή
κολυμπώ [kolimbó] & -άω Ρ10.1α : 1. κινούμαι στην επιφάνεια του νερού κάνοντας τις κατάλληλες κινήσεις με τα χέρια και με τα πόδια: Δεν ξέρει να κολυμπάει. Kολυμπάει σαν ψάρι. Πέρασε τη Mάγχη κολυμπώντας. || ~ ύπτιο / πεταλούδα / κρόουλ, για τα διάφορα είδη κολύμβησης. ΦΡ άμα πέσεις στη θάλασσα θα κολυμπήσεις, για αναγκαστική προσαρμογή που καθορίζεται από τις συνθήκες. κολυμπάει στα βαθιά νερά, επιχειρεί κτ. πολύ δύσκολο. κολυμπάει στα ρούχα του, αδυνάτισε πολύ ή τα ρούχα που φοράει του είναι πολύ φαρδιά. 2. (μτφ.) για να δηλώσουμε με υπερβολή ότι κτ. ή κάποιος είναι βυθισμένος σε μια μεγαλύτερη από το κανονικό ποσότητα υγρού: Tο κρέας κολυμπάει στη σάλτσα. Οι λουκουμάδες κολυμπούσαν στο μέλι. || ~ στον ιδρώτα, είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα. ΦΡ κολυμπάει στο χρήμα / στο χρυσό, είναι πάρα πολύ πλούσιος. κολυμπάει στο ψέμα / στη διαφθορά, ζει σε συνθήκες ψέματος, διαφθοράς κτλ.

[μσν. κολυμπώ < ελνστ. κολυμβῶ (προφ. [mb] ), αρχ. σημ.: `κάνω κατάδυση (για ψάρεμα)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες