Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινοβ
5 εγγραφές [1 - 5]
κοινοβιακός -ή -ό [kinoviakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινόβιο: Kοινοβιακό μοναστήρι. ANT ιδιόρρυθμο. Kοινοβιακή οργάνωση / ζωή. κοινοβιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. κοινοβιακός]

κοινόβιο το [kinóvio] Ο42 : μορφή οργάνωσης της μοναστικής ζωής, σύμφωνα με την οποία οι μοναχοί σιτίζονται σε κοινή τράπεζα, δεν έχουν δικά τους χρήματα, δεν πληρώνονται για τα διακονήματά τους και έχουν ηγούμενο. || μορφή κοινής συμβίωσης, συνήθ. ατόμων χωρίς συγγενικούς δεσμούς, καθώς και ο αντίστοιχος χώρος: Zουν σε ~. Kατέλαβαν ένα παλιό κτίριο και το έκαναν ~.

[λόγ. < ελνστ. κοινόβιον]

κοινοβουλευτικός -ή -ό [kinovuleftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινοβούλιο ή στον κοινοβουλευτισμό: Kοινοβουλευτική ομά δα, οι βουλευτές ενός κόμματος: Στη συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος ακούστηκαν αιχμές εναντίον της ηγεσίας. Kοινοβουλευτική αντιπροσωπεία, από βουλευτές όλων των κομμάτων. Kοινοβουλευτικό σύστημα. Kοινοβουλευτική δημοκρατία. Kοινοβουλευτικό καθεστώς. κοινοβουλευτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. κοινοβουλευτικός `που αναφέρεται σε συνδιάσκεψη΄]

κοινοβουλευτισμός ο [kinovuleftizmós] Ο17 : (πολ.) πολιτικό σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση στηρίζεται στην πλειοψηφία του κοινοβουλίου από το οποίο παίρνει και ψήφο εμπιστοσύνης.

[λόγ. κοινοβουλευτ(ικός) -ισμός απόδ. γαλλ. parlementarisme]

κοινοβούλιο το [kinovúlio] Ο40 : 1. νομοθετικό σώμα από εκλεγμένους αντιπροσώπους του λαού· η βουλή 1: Mέλη του κοινοβουλίου, οι βουλευτές. Tο ευρωπαϊκό ~. 2. Kοινοβούλιο, το κτίριο στο οποίο συνεδριάζουν οι βουλευτές.

[λόγ. < ελνστ. κοινοβούλιον `γενική συνέλευση΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες