Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κινά
4 items total [1 - 4]
κινά το [kiná] Ο (άκλ.) : είδος κόκκινης φυτικής βαφής.

[τουρκ. kina < αραβ. hinnā]

κίναιδος ο [kíneδos] Ο20 : (μειωτ.) ο παθητικός ομοφυλόφιλος.

[λόγ. < αρχ. κίναιδος]

κιναισθησία η [kinesθisía] Ο25 : (φυσιολ.) αίσθηση με την οποία γίνονται αντιληπτές οι μυϊκές κινήσεις και συστολές.

[λόγ. < γαλλ. kinesthésie < αρχ. κίν(ησις) + αἴσθησ(ις) -ie = -ία]

κιναισθητικός -ή -ό [kinesθitikós] Ε1 : (φυσιολ.) που αναφέρεται στην κιναισθησία: Kιναισθητική αίσθηση, η αίσθηση με την οποία γίνεται αντιληπτή η μυϊκή κίνηση. Kιναισθητική ψευδαίσθηση, ψευδαίσθηση της κίνησης του σώματος και των μυϊκών συστολών.

[λόγ. < γαλλ. kinesthétique < kinesthé(sie) = κιναισθη(σία) -tique = -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go