Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κιγκλίδωμα το [kiŋglíδoma] Ο49 : μεταλλικά συνήθ. κάγκελα με τα οποία περιφράσσεται ένας ελεύθερος χώρος ή φράζεται ένα άνοιγμα: ~ μπαλκονιού / κήπου / παραθύρου.
[λόγ. κιγκλιδ- (δες κιγκλίδα) -ωμα απόδ. γαλλ. grillage]



