Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κεφαλαιοκράτης
1 item total
κεφαλαιοκράτης ο [kefaleokrátis] Ο10 θηλ. κεφαλαιοκράτισσα [kefaleo krátisa] Ο27 : αυτός ο οποίος, στα πλαίσια του αστικού συστήματος, κατέχει μεγάλα κεφάλαια τα οποία επενδύει σε οικονομικές επιχειρήσεις, έτσι ώστε να αποδίδουν κέρδη· καπιταλιστής.

[λόγ. κεφαλαιο- + -κράτης απόδ. γαλλ. capitaliste· λόγ. κεφαλαιοκράτ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go